ελεφάντειος

ελεφάντειος
ος , ον см. ελεφάντινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελεφάντειος" в других словарях:

  • ελεφάντειος — ο (ΑΜ ἐλεφάντειος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλεφάντειον ελεφαντόδοντο, φίλντισι …   Dictionary of Greek

  • ἐλεφάντειον — ἐλεφάντειος of an elephant masc/fem acc sg ἐλεφάντειος of an elephant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντείοις — ἐλεφάντειος of an elephant masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»